Ένας θρύλος του χωριού

Τουρκοκρατία. Οι άπιστοι έσερναν ράθυμα τα βήματα τους στα διπλανά χωριά. Η απειλή βάραινε στα κεφάλια των Μιραλιωτών. Η προξενήτρα του χωριού βιαστική κανόνιζε με μεγάλη μυστικότητα τους αρραβώνες.

Μια τουφεκιά...Σε μια βδομάδα τα στεφανώματα. Οκτώ χρονών το κοριτσάκι, δέκα ο γαμπρός. Δυό χήρες μάνες, οι συμπεθέρες, δεν ήξεραν αν έπρεπε να χαρούν ή να κλάψουν. Φτώχια και σκληρή δουλειά, αυτό ήταν το προδιαγεγραμένο μέλλον.

Ο ξενιτεμός φάνταζε αλλά και ήταν η μόνη λύση. Γι' αυτό και έφευγαν μικρά τ' αγόρια στα ξένα και συχνά δεν γύριζαν ποτέ. Ήταν πλανεύτρα μάγισσα η ξενιτιά με ομορφιές και με ψωμί. Ψωμί που στο χωριό ήταν πάντα λιγοστό, σχεδόν πολυτέλεια.

Με τ' αρραβωνιάσματα και το γάμο φτιάχνοταν δεσμοί οι οποίοι μπορεί να το 'φερναν πίσω το παιδί. Είχε πιά βάρος στους μικρούς του ώμους, όχι μόνο την έννοια της μάνας μα και της συζύγου.

Σκληρή ή ώρα του αποχαιρετισμού. Η νύφη έβλεπε μ' έκπληξη τα όσα συνέβαιναν γύρω της. Τώρα πιά το σπίτι της πεθεράς της ήταν σπίτι της. Εργατικά χέρια λογαριάζοταν τα κορίτσια τότες. Μα όχι για τους γονιούς τους παρά για το σπίτι των πεθερικών. Εξουθενωτικές μέρες την περίμεναν στο σπίτι, στα ζώα και στα χωράφια. Γύρω στο κεφάλι της έστηναν χορό τα χουσμέτια:
- φέρε ξύλα νύφη
- ώρα για θέρισμα, το δρεπάνι και δρόμο
- κλαδαριές, σήμερα βάνουμε κλαδαριές
- αγλήγορα, το τριφύλι είναι κομμένο και έρχεται μπόρα
- ζύμωσες μωρή;

Τιμωρία! Τό 'λεγαν και το λέν ακόμη οι γιαγιάδες σαν περιγράφουν τα χρόνια εκείνα. Και μήπως δεν ήταν; Η πεθερά, σκληρή αφέντρα του σπιτιού, κουμαντάριζε τις δουλειές με μαεστρία: "Θα στείλω τη νύφη στα γίδια, μαζί με το μικρότερο γιό μου"

Ούτε που της πέρασαν απ' το μυαλό τα παραπέρα. Ούτε κι' αυτήν την άφησαν οι έννοιες να σκεφτεί ότι η νύφη ήταν ήδη δεκατεσσάρων χρονών, το ίδιο κι ο γιός της. Και μέσα στη πλάση, όπου ο χορός της γονιμότητας οργιάζει, νωρίς ξύπνησε και η φύση των παιδιών.

Το μοιραίο έγινε. Πόσο καιρό να κρατηθεί μυστική η εγκυμοσύνη της μικρής; Έφριξε, σκύλιασε η πεθερά.
- δε θέλω τέτοια ντροπή στο σπίτι μου. Πίσω στη μάνα της, γρήγορα να τη στείλω...

Κι όταν η μάνα ζήτησε εξηγήσεις, ανένδοτη η πεθερά.
- γιατί τα' στειλες συμπεθέρα τα παιδιά στο λόγγο μαζί;
- τίποτα, τίποτα εκείνη. Πίσω να τη πάρεις τη ντροπιασμένη...

Ανοιξε τότε η μάνα τα φτερά της και σκέπασε τη δυστυχισμένη μικρούλα. Κι' απο τα τρίσβαθα της ψυχής της, βγήκε κατάρα τρανή:
- όπως στάθηκες άδικη με τη θυγατέρα μου, έτσι να σταθεί άδικος ο θεός μαζί σου. Να ρημάξει το σπίτι σου. Ούτε πέτρα να μη μείνει...

Κι είναι η κατάρα η άμυνα του αδικημένου. Κι αν βγαίνει απο στόμα μάνας, ποιός μπορεί να μην υπακούσει σ' αυτήν; Υπάκουσε το σύμπαν. Ξεκληρίστηκε η οικογένεια, ερήμωσε το πέτρινο κτίριο και άρχισε η φθορά του.

Σήμερα, αιώνες μετά, ούτ' ένα λιθαράκι του δεν απέμεινε στη Μιραλή. Λαίμαργη η φύση το κατάπιε για πάντα. Μόνον ο θρύλος: "Μια φορά κι' έναν καιρό λίγο πιο κάτω απο του Γκοντολούκα το σπίτι ήταν κι ενα σπίτι ακόμη..."

Βαλεντίνα Μπούσιου

Δεν υπάρχουν σχόλια: