O νένης κι η μίτσα

Στα μισά του Φθινοπώρου, που το κρύο δυνάμωνε στο χωριό, μαζευόμασταν όλα τα μικρά στο σπίτι. Τότε η γιαγιά μου γινόταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια. Κανένας δεν αντέδρασε ποτέ σ' αυτό το μονοπώλιο! Άρχιζε λοιπόν τις διηγήσεις της κι έτσι που ήταν ακούραστη και αειθαλής πρόλαβε νομίζω να μας τα πει όλα! Κι άρχιζε πάντα απ' τα πεθερικά της, το νένη[1] και τη μίτσα[2] . Δεν ξέρω αν την οδηγούσε σ' αυτή τη σειρά το χρέος για τις νέες γενιές ή η δύναμη της συνήθειας. Γιατί έζησε και με τους δυό πάνω-κάτω είκοσι χρόνια και τα μισά ήταν παραπάνω από δύσκολα.

Ο νένης ήταν άνθρωπος μικροκαμωμένος και εξαιρετικά ευφυής. Ο πατέρας μου, που είναι περισσότερο παραστατικός, έλεγε ότι παραπάνω απ' όλους στον νένη έμοιαζε ο γυιός του εγγονού του, του Μιχαλάκη, που ήταν γιατρός στη Σαλονίκη, ο Γιαννάκης ο Τσάτσος. Το Γιαννάκη τον θυμάμαι φοιτητή Ιατρικής, μικροκαμωμένο, με ξανθά σγουρά μαλλιά, γαλάζια σπινθηροβόλα μάτια, με σφεντόνα ή φλόμπερ πάντα, να κυνηγάει όλων των ειδών τα πετούμενα. Κι έτσι που ήταν ανήσυχος κι εύστοχος, είναι απορίας άξιον πως δεν κατέστη υπαίτιος της εξαφάνισης του είδους!

Κι εγώ που δεν ήθελα να φανταστώ πως γίνονται τ' αστέρια όταν περνούν τα χρόνια, κάθε φορά που μιλούσαμε για το νένη, για νάχω εικόνα, έφερνα στο μυαλό μου το Γιαννάκη. Έτσι δεν είχα καμιά απολύτως δυσκολία να φανταστώ το νένη, μικρό παιδί, να φτάνει καθημερινά τα χαράματα στο Ζμπάν[3] , στον Τσακνάκη, που κοιμόταν ακόμα, για να του μάθει την τέχνη της ραπτικής. Ούτε είχα δυσκολία να τον φανταστώ στο μαγαζί του, στο παλιόσπιτο στο στρέμμα, από τη μια μεριά να ράβει σα μηχανή με το βελόνι, παντελόνια τσόχινα, γιλέκα μάλλινα, κάπες, φούστες και ποδιές κι απ' την άλλη να πουλά τα πράγματα που είχαν τότε σ' όλα τα καλά παντοπωλεία.

Το μαγαζί ήταν γωνιακό και διόροφο με τα παράθυρα στο δρόμο και την πόρτα στη μεριά του κήπου. Στο κάτω πάτωμα είχε το αχούρι για τα ζωντανά, όπως σ' όλα τα παλιά σπίτια και στο πάνω, ένα μικρό ξύλινο μπαλκόνι χωρίς κάγκελα με επτά ξύλινα σκαλοπάτια που έφταναν σχεδόν στο δρόμο. Μπαίνοντας έβλεπες δύο μεγάλα δωμάτια, το μαγαζί και το μαγειριό με το τζάκι. Το μαγαζί είχε θέα το δρόμο και το μαγειριό την αμυγδαλιά και τις πιρουγλιές[4] στο στρέμμα. Και παρ' όλο που η μίτσα κι ο νένης είχαν πεθάνει κοντά στο'35, όταν πήγαινα μικρή για εξερεύνηση, ένοιωθα ασφάλεια και ζεστασιά, λες κι η ψυχή τους κυκλοφορούσε ακόμα.

Αλλά επειδή δύο δουλειές για το νένη ήταν λίγες, είχε και πρόβατα. Και μάλλον πρόκοψε γρήγορα και βρήκε κι άλλη. Αρχισε λοιπόν να δανείζει χρήματα με γραμμάτια. Κι ήταν τα γραμμάτια μέχρι το 1927 απλές κόλες αναφοράς με επικολλημένο χαρτόσημο 2,50 δραχμών, συνταγμένες ιδιόγραφα και από το 1928 και μετά, διπλές κόλες αναφοράς με ενσωματωμένο χαρτόσημο πέντε δραχμών και μια ανάγλυφη, στο χρώμα του χαρτιού, στρογγυλή σφραγίδα που έγγραφε: ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1928 ή1929 ανάλογα, με μια ανθρώπινη φιγούρα με χιτώνα και δόρυ στο εσωτερικό της, και το κείμενο, συνταγμένο ιδιόγραφα και παρόμοιο σε κάθε περίπτωση, είχε ως εξής:

Λήξις την 10 ην Σεπτεμβρίου 1931 Γραμμάτιον

Δια δαχ. (7.725) (επτά χιλιάδας επτακοσίας είκοσι πέντε)

Tην 10 ην Σεπτεμβρίου του έτους 1930 η κάτωθι υπογεγραμμένη οφειλέτης Φωτεινή T... κατοίκου Κορυφής υπόσχομαι να πληρώνω εις διαταγήν του εν Στογγυλό κ. Νικολάου Μπούσιου το ποσόν δραχμών (7.725) επτά χιλιάδας επτακοσίας είκοσι πέντε, ας υπόσχομαι πληρώσαι αυτόν μετά εν έτος ατόκως εν περιπτώσει δε υπερημερίας έντοκα.

Εν Σρογγυλό τη 10 Σεπτεμβρίου 1930

Εγγυώμαι την πληρωμήν

Ο Εγγυητής

Η οφειλέτης

Ως αγράμματη Φωτεινή Τ...

Γράφω τον σταυρόν με το χέρι μου

Οι μάρτυρες

Δ. Τ.

Χ. Ζ .

Ηταν φορές που έπαιρνε καλό τόκο κι ήταν φορές που έχανε όλο το δάνειο. Κι όταν είχε περίσσευμα έκανε τα λεφτά του ομόλογα. Έτσι όταν ήμασταν μικρά, ανοίγαμε το μπαούλο με τα ομόλογα και τα χαρτονομίσματα που δεν περνούσαν πια και παίζαμε, όπως ακόμα παίζουν τα πιτσιρίκια με τις τράπουλες. Κι εγώ, που μάλλον είχα πεισθεί ότι το χρήμα είναι άχρηστο, ένοιωθα ωραία να περιεργάζομαι ένα μεγάλο κόκκινο πορτοφόλι με απαλό δέρμα.

Απ' όλα τα κατορθώματα του προπάππου μου, του Μπουσιομκόλα, όμως, μια ιστορία, που μοιάζει παραμύθι με κλέφτες αλλά είναι αληθινή, μου έκοβε πάντα την ανάσα. Αφορά την πρώτη δεκαετία του 1910, τον καιρό που ο κόσμος πεινούσε κι έκλεβε για να ζήσει.

Ο νένης είχε τότε ένα κοπάδι με πεντακόσια γιδοπρόβατα. Τα εξήντα ήταν δικά του και τα υπόλοιπα ξένα μιας κι η ανάγκη για φθηνότερη ρόγα[5] τα καλοκαίρια, είχε κάνει τη συνεργασία ανάμεσα στους χωριανούς κανόνα. Έτσι κάθε νοικοκύρης διάλεγε τον τσέλιγκα που θα εμπιστεύονταν το βιός του, πέντε, δέκα, είκοσι πρόβατα, ανάλογα με τις προσωπικές του σχέσεις, κι αυτός με τη σειρά του έκλεινε τη συμφωνία με το τζιομπάνο[6] που θα τους φύλαγε το κοπάδι απ' τον Αϊ-Γιώργη μέχρι τον Αϊ-Δημήτρη.

Απ' την άλλη μεριά κι οι κλέφτες είχαν τους δικούς τους κανόνες. Ομάδες δεμένες με φιλία και κοινή καταγωγή έκαναν τα δικά τους σχέδια. Έτσι ένα βράδυ καλοκαιρινό μια παρέα από το Δέλνο[7] βρέθηκε στο Νατσκό[8] , στο γρέκι[9] που κοιμόταν το κοπάδι του νένη.

Ο νένης τότε είχε τζιομπάνο τον Μιχάλη απ' τους Νικάδες. Ο Μιχάλης, βάσει σχεδίου, κοιμόταν πάντα, για τον φόβο των Ιουδαίων, δίπλα στα πρόβατα κι ο νένης, που πήγαινε τα βράδια για βοήθεια, κοιμόταν μακρύτερα και σε σημείο που δεν φαινόταν για να μην είναι ανοιχτός σε κανενός είδους αιφνιδιασμό. Κι επειδή οι καιροί ήταν δύσκολοι, κουβαλούσε μαζί του πάντα όπλο και χαντζιάρα.

Τα υπόλοιπα δεν ξέρω αν ήταν στο σχέδιο του νένη αλλά οπωσδήποτε ήταν σ' εκείνο της ζωής. Πάντως όταν είδε ο νένης ότι οι κλέφτες ξέκοψαν ένα μέρος απ' το κοπάδι του, μπορεί κι εκατό πρόβατα, πυροβόλησε! Αλλά το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε κι ο νένης, που είχε την ευθύνη για το κοπάδι, όρμησε πάνω στον Πλιάτσικα που ήταν σε απόσταση βολής και τον μαχαίρωσε. Κι αυτός πρόλαβε μονάχα να φωνάξει: E , είναι κι άλλος! Μ' έφαγε!

Μετά απ' αυτό, οι άλλοι φοβήθηκαν, ποιος ξέρει τι σκέφτηκαν, παράτησαν το κοπάδι και τόβαλαν στα πόδια. Κι όταν έφτασαν στον Τσιράκι[10], σταμάτησαν κι άρχισαν να σφυρίζουν, να καταλάβει ο Πλιάτσικας που είναι, να πάει να τους βρει! Αλλά ο νένης με το Μιχάλη είχαν προλάβει να θάψουν τον Πλιάτσικα στην Κούπα[8] κι οι Δελνιώτες περίμεναν άδικα! Όταν είδαν κι απόειδαν, έφυγαν κι αυτοί για το χωριό μοναχοί τους. Κι αφού πήραν λίγο κουράγιο σπίτια τους, έκαναν συμβούλιο κι αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω να σκοτώσουν το νένη.

Αλλά, κατά την προσφιλή έκφραση της γιαγιάς μου, «η καντήλα του νένη είχε ακόμα λάδι» κι έτσι στην κουβέντα επικράτησε η φρόνηση! Ήξεραν κι αυτοί άλλωστε ότι αν βρίσκονταν στη θέση του, θ' αντιδρούσαν ίδια κι απαράλλαχτα. Έπρεπε μονάχα να το παραδεχθούν. Σ' αυτό βοήθησε ο Ταβαντζής που τους ρώτησε το αυτονόητο.

Το σχέδιο έμεινε ανεκτέλεστο, ο νένης όμως, που δεν ήξερε την απόφαση, είχε πάρει νέα μέτρα! Έφτιαξε κρεβάτι πάνω σε δέντρο. Κι από τότε κοιμόταν και παρακολουθούσε αφ' υψηλού!

Η παντοδυναμία όμως έχει όρια γι' αυτό ο νένης, είτε το παραδέχτηκε δημόσια είτε όχι, υπήρξε απόλυτα ευάλωτος απέναντι στη ζωή, γιατί ο παππούς μου πιάστηκε αιχμάλωτος, ο γυιός του ο Βάσος πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει και δεν ξαναγύρισε και επιπλέον πρόλαβε να δει το μικρό του εγγονό, το Χρήστο, να πεθαίνει.

Ετσι, αφού γύρισε ο παππούς μου απ' την αιχμαλωσία, για να πληρώσει τα τάματα και να ξορκίσει τα κρίματα, το '25, έκανε το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αθανασίου, που τόσωσε σε χαρτί η μνήμη του πατέρα μου. Ήταν έργο του Βράγκα και χτίστηκε ολόκληρο με πέτρες πελεκητές. Ξεκινούσε από το πλακόστρωτο με τρεις ψηλές αψίδες. Πάνω σ' αυτές υπήρχαν άλλα δύο διαζώματα, το καθένα με δυο στενόμακρα αψιδωτά παράθυρα. Η σκεπή του ήταν μια μικρή πυραμίδα με πλάκες που τελείωνε σ' ένα σταυρό.

Το '31 τακτοποίησε την περιουσία του με δημόσια διαθήκη κι ύστερα έκτισε το εξωκλήσι και το εικονοστάσι του Αγίου Διονυσίου, πάνω στα ερείπια ενός μεγάλου ναού, στο Σηλιό[8] και το εικονοστάσι του Αγίου Νικολάου στα γεφύρια, ανυπόγραφο, αλλά εξαιρετικής ομορφιάς έργο του Βράγκα, οπωσδήποτε για μένα!

Γιατί τίποτα δεν αγάπησα περισσότερο στο χωριό, απ' το πέτρινο λιοντάρι που είχε στη βάση του. Έτσι, τα μισόφραγκα κι οι δεκάρες που μάζευα, είχαν για πολλά χρόνια, σταθερό προορισμό το στόμα του λιονταριού! Κι είχα μια λαχτάρα ν'ακούσω το θόρυβο που έκαναν πέφτοντας, στο μικρό σιδερένιο συρταράκι, το κλειδωμένο με λουκέτο στη βάση του λιονταριού, που η προσευχή σχεδόν δεν είχε σημασία!

Αλλά κι η μίτσα η Πανάϊω, που κατάγονταν απ' τους Ραγκαζάδες, απ' τη Μπόρσια[11], μ' όλες τις προσευχές και μ' όλα τα νάζια, δεν μπόρεσε να φύγει χωρίς καημό! Αυτή που είχε βρει τον τρόπο να την κανακεύουν, που δήλωνε φιλάσθενη κι έβαζε τη γιαγιά μου, τη Βαγγελή, να της αγοράζει ταμπάκο, αυτή που, χωρίς να δηλώνει φεμινίστρια, είχε εξασφαλίσει το δικαίωμα να καπνίζει δημόσια για λόγους υγείας, αυτή η Μίτσα δεν κατάφερε να φέρει το γυιό της, το Βάσο, απ' την Αμερική, που της είχε αναμφίβολα μεγάλη αδυναμία.

Και σκέφτομαι ότι η γιαγιά μου, που αποκαλούσε τις εκκρεμότητες «μεράκια», δεν φαντάστηκε ποτέ ότι τα μεράκια μπορεί και να ήταν για το νένη και τη μίτσα, για χρόνια, ένας ακόμα ανοιχτός λογαριασμός με τη ζωή!


Κοζάνη 12-2-2008

Βιολέττα Μπούσιου



[1] Παππούς

[2] Γιαγιά

[3] Πεντάλοφος Κοζάνης

[4] Κληματαριές

[5] Αμοιβή τσοπάνη

[6] Βοσκός που φρόντιζε ξένο κοπάδι με αμοιβή

[7] Πρόσβορο Γρεβενών

[8] Ονομασίες τοποθεσιών Χρυσαυγής Κοζάνης

[9] Υπαίθριος χώρος που κοιμόταν το κοπάδι τα βράδια

[10] Άγιος Κοσμάς Γρεβενών

[11] Κορυφή Κοζάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: