Αυτή είναι η Χρυσαυγή με τα δικά μου μάτια

Η Βαλεντίνα, που δουλεύει συστηματικά για το χωριό, μου ζήτησε να γράψω κάτι γι' αυτό. Αναρωτήθηκα αν μπορώ, γιατί για μένα το χωριό δεν είναι τοπίο εκπληκτικής ομορφιάς ή όχι. Είναι συναισθήματα, σκέψεις, αξίες και βιώματα.

Είναι ο πατέρας μου, που μου έβαλε τα όρια "Nα δουλεύεις τίμια και να μιλάς περήφανα", "Το πιο φθηνό πράγμα είναι το χρήμα", "Μη ζηλέψεις ποτέ τον καλύτερο, να του δίνεις το χέρι και να του λες προχώρα".

Είναι η μάνα μου, που μ'έμαθε να γελώ στα δύσκολα "Το κεφάλι ψηλά" είναι η μόνιμη συμβουλή της.Η Μπουσιομήτσιαινα, που απαιτούσε να "διπλώνουμε το χουσμέτ" και να πιστεύουμε στο Θεό δίχως άλλο.

Κι ο παππούς μου ο Μπουσιομήτσιος με τ'όνομα! Εκεί που όλοι είχαν μόνο υποχρεώσεις, αυτός τολμούσε να έχει δικαιώματα! Κρατούσε για χρόνια στο συρτάρι της μεσάντρας, δίπλα στο κρεβάτι του, το ελληνοαγγλικό λεξικό, για να θυμάται τα φεγγάρια που έκανε στην Αμερική. Υστερα κέρδισε η αγάπη και το χάρισε στον Ανδρέα που έφυγε για τον Καναδά.

Οταν γύρισε απ' την Αμερική, έκανε τα λεφτά του ρούβλια παρασυρμένος απ'το χρηματιστήριο και τάχασε όλα. Πήγε στράφι η ξενιτιά! Απόμεινε μονάχα ένα καλό "κοστούμ", για να καεί κι αυτό χρόνια μετά, απ' το μικρό του γιό, το Νίκο, που έκανε έφοδο, ανεπιτυχώς, με αναμμένο δαδί, στο "κιούπ για μέλ". Είχε να λέει η Μπουσιομήτσιαινα!

Μετά πήγε στρατιώτης στον Μικρασιατικό πόλεμο. Πιάστηκε αιχμάλωτος. Ελειψε χρόνια. Και κει που πείστηκαν όλοι ότι τον έχασαν διαπαντός εμφανίστηκε ως εκ θαύματος! Επιασαν οι προσευχές; Τα τάματα; Ποιος ξέρει; Ηταν δεινός κολυμβητής, ψαράς και κυνηγός, φύτεψε περιβόλι, θαύμαζε τον Τσιάρλι Τσιάπλιν, διάβαζε στον κήπο "Ακρόπολις" δίπλα στα μελίσσια, καλλιεργούσε ρεπανάκια, φορούσε μόνιμα ένα χοντρό σακάκι με γούνα στο γιακά, όταν πήγαινε στην εκκλησία, Πάσχα - Χριστούγεννα, κι όταν μιλούσε για τον πόλεμο έλεγε πάντα : "Tούρκος αξιωματικός κι έλληνας στρατιώτης!"

Είχε εξαιρετικούς φίλους. Εγώ ξεχώριζα τον Γιώργο το Μπαζάκα. Είχε ένα ύφος που πάντα ήθελα να ζωγραφίσω. Δυνατός, Μοναχικός, Περήφανος, Πονεμένος. Όλα μαζί.

Κι ο προπάππος μου ο Μπουσιομκόλας. Τη χαντζιάρα που σκότωσε τον κλέφτη απ' το Δέλνο την είχαν κρυμμένη στο υπόγειο. Aνάγκη; Ν'αφήσει να τους κλέψουν τα πρόβατα; Κακιά στιγμή; Ποιος ξέρει; Πήγαινα, την έβλεπα κι έφευγα. Πάντα με ταραχή. Σα να φοβόμουνα μη ξαναγίνει το κακό! Δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Κανένας δεν το πάλαιψε. Εμεινε κοινό μυστικό.

Για να ξεπληρώσει αυτό ή τα μεράκια, του παππού μου που πιάστηκε αιχμάλωτος, του Βάσου που πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει και δεν ξαναγύρισε, της θυγατέρας του της Τσιατσιογιώταινας που έζησε το γάμο εξ αποστάσεως για νάχουν ταγγόνια καρέτια, της Τρανταφλλιάς στο Βαντσκό που χήρεψε νέα, μονάχα η Τάνα στο Λμπόχοβο επίσημα ήταν καλά, και ποιος ξέρει πόσα άλλα, έχτισε το κωδωνοστάσιο στον Αγιο Αθανάσιο, που τόσωσε σε χαρτί η μνήμη του πατέρα μου, το ξωκλήσι του Αγίου Διονυσίου, μια ζωγραφιά μέσα στο δάσος, και το εικονοστάσι του Αγίου Νικολάου στα γεφύρια, ανυπόγραφο έργο του Βράγκα.

Εγω ερωτοτροπούσα συχνά με το τελευταίο. Με ξετρέλαινε να ρίχνω κέρματα στο στόμα του λιονταριού! Δεκάρες φαντάζομαι...

Κι η Μπουσιομκόλαινα. Με καταγωγή από τους Ραγκαζάδες, απ' τη Μπόρσια, η Πανάϊω κάπνιζε! Κατ'εντολή γιατρού, για λόγους υγείας!

Κι ο μπάρμπας ο μυλωνάς, στωική φυσιογνωμία και σταθερό σημείο αναφοράς του πατέρα μου. Ο πρώτος θάνατος που θυμάμαι. Βοήθησε σ'αυτό κι η γιαγιά μου. Τον έκλαιγε χρόνια και τον παίνευε χρόνια: "Αυτός έδωσε στο χωριό το όνομα Χρυσαυγή. Μαζί με τον Αργυρόπουλο. Ο πρώτος την ιδέα και ο γραμματέας τα χαρτιά. Αυτός έκτισε το μύλο δίπλα στο σπίτι μας. Με μηχανές. Για να δουλεύει όλο το χρόνο. Πήγε στην Αμερική ο αδελφός μου. Πολλά χρόνια. Τον στερήθηκα". Και δώστου κλάμα.

Εμένα πάλι μου άρεσε ο θόρυβος της μηχανής, όταν δούλευε, φοβερή εναλλαγή μέσα στην απόλυτη ησυχία του χωριού, η μυρωδιά, πετρέλαιο κι αλεύρι μαζί, ο κόσμος πέρα δώθε, τα γαιδούρια, τα γεμάτα σακιά κι η τσίγκινη μηχανή για το καλαμπόκι που κυριολεκτικά κολλούσε στο σπίτι μας.Μήπως ήταν και λίγο δική μας; Άλλος θόρυβος, άλλη μυρωδιά, άλλο χρώμα.

Κι ο Νίκος ο Μπακάλης από την Κορυφή. Με το φορτηγό που έκανε τακτικά δρομολόγια. Θυμάμαι ακόμα τα καθίσματα, δύο απέναντι πάγκοι στο μήκος της καρότσας και τα δέντρα που έφευγαν σ'όλο το δρόμο για το Τσοτύλι.

Και τα στρατιωτικά DODGE. Θερινό σινεμά με τα σκαμνάκια στην πλατεία και τον Λία το Διαμάντη απ'την Μπόρσια, που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο κι ερχόταν στο χωριό με τους φαντάρους βόλτα. Του άρεσε να με πειράζει κι όταν πήγαινα Κορυφή, στις ξαδέρφες μου, έχανε πάντα χρόνο για να μου πιάνει μύγες!

Κι ο Χάρης ο αλευράς, που μόλις ξεφόρτωνε, μας έβαζε όλα τα παιδιά στην καρότσα και μας πήγαινε βόλτα στα γεφύρια. Κι ύστερα γυρίζαμε την ανηφόρα με τα πόδια, μεσ' την τρελή χαρά. Κι η πρώτη σχολική γιορτή με χρήματα που έστελνε κάθε χρόνο στο χωριό ο αδελφός του παππού μου, ο Βάσος απ' την Αμερική, που είχε φίλο τον Αθηναγόρα τον Α. Ηρθε στην Πόλη για την ενθρόνιση του Πατριάρχη αλλά δεν πέρασε απ' το χωριό. Ανοιχτή πληγή για τους παππούδες! Είχαν πάντα μια ελπίδα ότι μπορεί και να πέρασε νύχτα!

Κέρδισα μία Καινή Διαθήκη! Ολοι παιχνίδια κι εγώ βιβλίο. Αχρηστο πράγμα, δεν είχε ούτε ζωγραφιές! Επέστρεψα σπίτι απαρηγόρητη. Ο παππούς μου με διαβεβαίωνε ανεπιτυχώς ότι πήρα το καλύτερο δώρο! Μού έγραψε και αφιέρωση στην πρώτη σελίδα! Σαν να κατάλαβα ότι έλεγε αλήθεια. Την έχω ακόμα, ακριβό ενθύμιο. Το έτος 1967 Ημερα του Αγ. Βασιλειου Εκανε κλιρουση ο Διδασκαλος εις το Σχολιον Χρυσαυγη Ο Βασιλειος Δατσιος Δασκαλος Και επισην Η καινη Διαθηκη εις το ανκονακι μου (Βιολετα Αρ. Μπουσίου) ετον 6 ο παππουστου Δ.Ν.Μπουσιος γραφο.

Κι ύστερα το συσσίτιο στο κοινοτικό γραφείο. Γάλα με κακάο σε μια τσίγκινη κούπα ή τσάι εναλλάξ. Και το κρυφτό στης Μπουμπουλένως το σπίτ. Οταν φωνάζω πορτοκάλι να κρύβεσαι και όταν φωνάζω μήλο να βγαίνεις! Τα κουζινικά της Λευτερίτσας και οι γεμάτες κούτες με κάου μπόυ του Βασιλόπουλου, προσιτές στους αναγνώστες!

Κι οι αυτοσχέδιες παραστάσεις του Κωσταντή με το καπέλο και το παλτό του Τσιντζιοχρήστου. Ανάθεμά σε Κωσταντή που πάντρεψες την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα! Και το πρώτο μας ποδήλατο που κατέληξε δημόσιας χρήσης και χωρίς φρένα. Τρύπησα όλα μου τα παπούτσια πατώντας κόντρα στο λάστιχο. Κι'όταν άρχισα να κρατώ το καφενείο μπήκε στη ζωή μου ο Ντάης, που τον ταύτιζα με την "προσωπική εργασία" κι ο Φούλης που όταν τον ρωτούσες, θα πας Τσοτύλι αύριο; απαντούσε: "Είμαι στα τρία ".

Κι απ' την άλλη μεριά πεισματάρες γυναίκες σαν τη γιαγιά μου τη Μπουσιομήτσιαινα, την Αποστόλινα και τη Μυλωνού, μια εξαιρετικά αταίριαστη τριάδα, που συναντιούνταν καθημερινά τα καλοκαίρια μπροστά στο μύλο, κάθονταν πότε στο πεζούλι και πότε στη ρόδα και συζητούσαν με τις ώρες, πιθανολογώ, για να κρατούν τα αντανακλαστικά τους ακέραια, πιστές στο ραντεβού μέχρι το θανατο.

Κι η Λένω η Κοντλάδκ, άλλης γενιάς γυναίκα, που πήγε στην Αμερική και ξαναγύρισε για να γεμίσει το χωριό με περιβόλια. Κι όταν ρωτούσαμε για την Αμερική, άρχιζε πάντα με το ice cream, με μάτια που έλαμπαν, και τέλειωνε ίδια. Θαρρείς κι ήταν εφεύρεση, όχι γεύση!

Κι η θεία μου η Ασπασία. Ταγμένη στην ενημέρωση και τις δημόσιες σχέσεις. Μάθαινε τα πάντα σε χρόνο ρεκόρ και τα αναμετέδιδε αστραπιαία! Πετύχαινε δύσκολες ισορροπίες και είχε πιστή φίλη τη Μπαγκομάρθα. Σπουδαία γυναίκα! Η πιο μεγάλη μου φιλενάδα. Μ'έμαθε να πλέκω πάπιες ένα καλοκαίρι έξω από το μαγειριό. Στο πατρικό της υπήρχε ένα πνεύμα που άλλαζε θέσεις στα πράγματα. Εμφανίστηκε όταν ο Μπάγκας βρήκε μια καινούργια κάπα και την πήγε χαρούμενος σπίτι. Επιστρατεύτηκε όλη η ιεραρχία του χωριού για να λύσει το πρόβλημα. Πέταξαν ολοκαίνουργια κάπα, τίποτα! Εκαναν αγιασμό, τίποτα! Απόγνωση! Υστερα έκαναν αγιασμό με τρεις παππάδες! Ολοι παρόντες, σπιτιάτες κι αρχές. Οσο βαστούσε ο αγιασμός, ακούστηκε ένας κρότος! Μετά απ΄αυτό, ευτυχώς, η ζωή επανήλθε στα ίδια. Αυτή η ιστορία με τρόμαζε! Οπως κάθε φορά τρομάζει η αλήθεια!

Κι η θεία μου η Τούλα. Πιστή στην παράδοση και πρώτη στη δουλειά. Τη θυμάμαι να βάζει κλαδαριές, να οργώνει με τα βόδια, να αλωνίζει μετά τον Αϊ-Λιά πάντα! Iσα ίσα που προλαβαίναμε να κάνουμε κολοτούμπες στ'άχυρα επιστρέφοντας από το Δέλνο, το χωριό της μαμάς, αμέσως μετά το πανηγύρι!

Κι η θεία μου η Πανάγιω. Παντρεύτηκε τον Μέλτη το Διαμάντ απ' τη Μπόρσια αλλά μετρούσε τους γαμπρούς που τη ζήτησαν χρόνια. Μέχρι που κατέληξε: "Τι νομίζεις ότι είναι ο γάμος Βιολέττα; Μια υπομονή!"

Κι η θεία μου η Αριάδνη. Κόρη του μυλωνά. Ωραία, μοντέρνα, έξυπνη, δυναμική, με επιρροές από τη Σουηδία. Θα μπορούσε να είναι εξώφυλλο σε περιοδικά!

Κι απόμεινε η φύση, που είναι ακόμα η ψυχή μας ! Ο λάκκος, λίγο κάτω απ' τη γέφυρα, που χάζευα με τις ώρες για να δω μιά, μόνο μιά παπαδίτσα να μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Αδικος κόπος. Η μεταμόρφωση γινόταν πάντα ερήμην μου!

Κι ο νερόμυλος, χρήσιμος μόνο για τα καρούτια του, αφού μπορούσες να ψαρέψεις παίζοντας. Του Βαλκάν το πηγάδ. Να πίνεις νερό από ξύλινη σιούρκα μέσα στα δέντρα. Ονειρο!

Κι ο πλάτανος. Μια επικίνδυνη αποστολή για παιδιά, που πήγαιναν να φέρουν νερό μέσα απ' τα βράχια.

Κι ύστερα τα πανηγύρια στα γειτονικά χωριά. Σταθερές δημόσιες σχέσεις.

Κι ο αεροπόρος από το Δασύλλιο, που πετούσε πάντα πάνω από το χωριό παραμονές Αϊ-Λιά και μείς τον χαιρετούσαμε, χωρίς να ξέρουμε πώς είναι, σαν φίλοι από παλιά.

Και τελευταίος ο άλλος πλάτανος, ο αιώνιος, σταθερό σημείο αναφοράς , κυρίως στα φοιτητικά μας χρόνια, για δημόσιες μεταμεσονύχτιες συζητήσεις επί παντός επιστητού. Κι όλοι στο χωριό με μια ταυτότητα. Ακόμα κι οι πέτρες. Μέχρι σήμερα.

Αυτή είναι η Χρυσαυγή με τα δικά μου μάτια. Ανθρώπινη, απροσδόκητα λιτή, γενναιόδωρη και πεισματικά ωραία.

Βιολέττα Μπούσιου

Kοζάνη 8-2-2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: