Όταν ο Καπετάν Νάκης Λίτσας πέρασε από τη Μοιραλή

Όταν ο Καπετάν Νάκης Λίτσας[1] πέρασε από τη Μοιραλή[2]

Μια αφήγηση του πατέρα μου Βασιλείου Χαραλάμπους Βαλκάνου (1888-1974)

Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό (100) χρόνων από τον ηρωικό θάνατο του Μακεδονομάχου Καπετάν Νάκη Λίτσα.

Στο μυαλό ενός μικρού παιδιού, όταν οι παππούδες του, οι γονείς του, οι συγγενείς του ή άλλοι άνθρωποι του αφηγούνται ιστορικά γεγονότα, που μάλιστα έχουν ηρωικό περιεχόμενο, το πραγματικό συμπλέκεται με το φανταστικό και η όλη αφήγηση φαντάζει με παραμύθι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν σε μεγαλύτερη ηλικία κανείς ανατρέχει σε μνήμες της παιδικής ηλικίας, να διαπιστώνει ότι του λείπουν κάποιες λεπτομέρειες. Παρά τα όποια κενά μνήμης, μπαίνω στον πειρασμό να αναφερθώ σε ένα γεγονός το οποίο διαδραματίσθηκε κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, ως αυθεντική διήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα, του πατέρα μου Βασιλείου Βαλκάνου, δασκάλου, ζητώντας την επιείκεια του ιστορικού ερευνητή, επειδή - δυστυχώς - δεν ενθυμούμαι λεπτομέρειες οι οποίες, ενδεχομένως, θα είχαν γι΄ αυτόν κάποια ιδιαίτερη σημασία και αξία.

Ήταν άνοιξη, μάλλον το έτος 1906, όταν από το χωριό του πατέρα μου Μοιραλή πέρασε μια ομάδα (ανταρτικό σώμα) Μακεδονομάχων με επικεφαλής τον Καπετάν Νάκη Λίτσα. Οι προύχοντες του χωριού, των οποίων δυστυχώς δεν ενθυμούμαι τα ονόματα, ανέθεσαν στον πατέρα μου, νεαρό τότε μαθητή του ιστορικού Γυμνασίου Τσοτυλίου, να τους υποδείξει ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσαν να παραμείνουν κρυμμένοι για μια νύκτα οι άνδρες του ανταρτικού σώματος. Όντως, ο πατέρας μου, σύμφωνα με την υπόδειξη, τους οδήγησε σε ένα παρακείμενο του χωριού δασύλλιο, αρκετά πυκνό ακόμη και σήμερα, το οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν Κυρασόι[3]. Εκεί διανυκτέρευσαν και την επομένη πρωί-πρωί, αφού οι κάτοικοι του χωριού, με τη μέριμνα των προυχόντων, τους εφοδίασαν με διάφορα τρόφιμα (κυρίως ψωμί και τυριά), αναχώρησαν για τα Καστανοχώρια. Πέρασαν μέσα από το χωριό, κατηφόρισαν προς το πέτρινο υψηλό μονότοξο γεφύρι[4] του χωριού, το διάβηκαν, πέρασαν αντίκρυ, ανηφόρησαν τη Σταυροπή[5] και πήραν το ίσιωμα προς τη Μοιρασάνη[6], με κατεύθυνση τα Καστανοχώρια. Εκείνο το οποίο έχω συγκρατήσει ιδιαίτερα στη μνήμη μου από τη αφήγηση είναι ότι οι γυναίκες του χωριού με τις φουκάλες[7] σκούπισαν ολόκληρη τη διαδρομή, μέσα από το χωριό και μέχρι την κορυφή της Σταυροπής, ώστε να σβήσουν τα ίχνη από τις πατημασιές των Μακεδονομάχων. Βλέπετε, όπως μου είχε πει ο πατέρας μου, οι άνδρες του ανταρτικού σώματος είχαν στο κάτω μέρος των παπουτσιών τους σιδερένιες πρόκες, προφανώς για να μη φθείρονται εύκολα και γρήγορα, και αυτές άφηναν σημάδια επάνω στο χώμα. Η προφύλαξη αυτή είχε ληφθεί ώστε, εάν ερχόταν στο χωριό κάποιο Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα να μην εύρισκε χνάρια από τις πατημασιές μέσα στο χωριό, αποφεύγοντας έτσι ενδεχόμενες άσχημες συνέπειες. Όσο για τα χνάρια εκτός χωριού, θα υπήρχε η δικαιολογία ότι πιθανόν να πέρασαν τη νύκτα και δεν τους αντιλήφθηκαν.

Θα πρέπει να προσθέσω ότι ο πατέρας μου περιέγραψε τον Καπετάν Λίτσα, αλλά δεν συγκράτησα τίποτε από την περιγραφή.

Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός του χωριού Μοιραλή ήταν, και εξακολουθεί να είναι, αμιγώς ελληνικός και, παρόλο που το χωριό ήταν σε μια σχετική απόσταση από το κυρίως θέατρο του Μακεδονικού Αγώνα, γνώριζε όλα τα τεκταινόμενα στη περιοχή. Για το λόγο αυτό βοήθησε τόσο πρόθυμα το σώμα του Καπετάν Λίτσα, ως ελάχιστη συνεισφορά στον Μακεδονικό Αγώνα.

Θεσσαλονίκη, Μάιος 2006.

Νικόλαος Βασιλείου Βαλκάνος

[1] Καπετάν Νάκης Λίτσας : Ψευδώνυμο του Αντωνίου Βλαχάκη, Μακεδονομάχου, καταγομένου από τη Μυρσίνη Γυθείου, Λακωνίας (1874-1906).

[2] Μοιραλή : χωριό της Επαρχίας Ανασελίτσης, του Νομού Κοζάνης (σημερινό όνομα Χρυσαυγή, της Επαρχίας Βοΐου, του Νομού Κοζάνης).

[3] Κυρασόι ή Κερασόι : Η γραφή είναι αυθαίρετη, καθόσον προέρχεται από ηχητικό άκουσμα και δεν έχω προσωπικά δει τη λέξη γραμμένη, ώστε να γνωρίζω την ακριβή της ορθογραφία, και συνεπώς ούτε καν μπορώ να προσδιορίσω την ετυμολογία της λέξης. Η τοποθεσία βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού.

[4] Το γεφύρι της Χρυσαυγής, το οποίο κτίστηκε το 1854, βρίσκεται στη βόρεια έξοδο του χωριού και έχει μήκος 25 μ., πλάτος 3 μ. και άνοιγμα του μοναδικού τόξου του 14,20 μ., που είναι το μεγαλύτερο, μαζί με το γεφύρι του Τσακνοχωρίου, στο Βόϊο. Είναι, επίσης, (πάλι μαζί με το γεφύρι του Τσακνοχωρίου) το υψηλότερο του Βοΐου, με ύψος 9 μ. (Βλ. Γεώργιος Τσότσος, "Τα Πέτρινα Γεφύρια του Βοΐου", Οι Αρχαιότητες και τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία του Βοΐου, Πρακτικά Ημερίδας, 12 Δεκεμβρίου 1999, σσ. 70-71, Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2001).

[5] Σταυροπή : Τοποθεσία πλαγιάς, απέναντι από το χωριό, στα νότια.

[6] Μοιρασάνη : χωριό της Επαρχίας Ανασελίτσης, του Νομού Κοζάνης (σημερινό όνομα Μόρφη, της Επαρχίας Βοΐου, του Νομού Κοζάνης).

[7] Φουκάλα : χορτάρινη σκούπα, φουκαλίζω : σκουπίζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: